πριμουλώδη

πριμουλώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, στην οποία ανήκουν τρεις οικογένειες, β4 γένη και 2.000 περίπου είδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεοφραστίδες — οι βοτ. αγγειόσπερμα δικότυλα φυτά τής τάξης πριμουλώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. theophrastaceae < theo phrast (< κύριο όν. Θεόφραστος, ο οποίος είχε γράψει πραγματείες περί βοτανικής) + aceae… …   Dictionary of Greek

  • πρίμουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες τής τάξης πριμουλώδη, το οποίο έχει 500 περίπου είδη που απαντούν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο, από τα οποία στην Ελλάδα είναι αυτοφυή τρία είδη, γνωστά με τις… …   Dictionary of Greek

  • πριμουλίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που περιλαμβάνει 28 γένη και 800 είδη, από τα οποία περίπου 400 υπάγονται στο γένος πρίμουλα. Συνήθως είναι πόες με ωραία εμφάνιση και άνθη, που καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά· είναι διαδεδομένα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • σολδανέλ(λ)α — η, Ν βοτ. γένος πολυετών ποωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες τής τάξης πριμουλώδη, με 8 είδη, ιθαγενή τής Ευρώπης, ορισμένα από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soldanella] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”